κοσμογραφια

κοσμογραφια
    κοσμογραφία
    κοσμο-γρᾰφία
    ἥ описание мира (название сочинения Демокрита) Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοσμογραφια" в других словарях:

  • κοσμογραφίᾳ — κοσμογραφίᾱͅ , κοσμογραφία description of the world fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογραφία — η (ΑM κοσμογραφία) η περιγραφή τού κόσμου, τών ουράνιων φαινομένων νεοελλ. 1. στοιχειώδης αστρονομία που ασχολείται με την περιγραφή απλώς τού σύμπαντος, στο σύνολό του και στα μέρη που τό συνιστούν, και το οποίο χρησιμοποιεί στοιχειώδεις μόνο… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογραφία — η 1. η περιγραφή του κόσμου. 2. στοιχειώδης διδασκαλία της αστρονομίας στα σχολεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμογραφίας — κοσμογραφίᾱς , κοσμογραφία description of the world fem acc pl κοσμογραφίᾱς , κοσμογραφία description of the world fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογραφίη — κοσμογραφία description of the world fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cosmographique < γαλλ. cosmographie (< κοσμογραφία) + ique. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • Τεβέ, Αντρέ — (Thevet, 1503 – 1592). Γάλλος φραγκισκανός μοναχός και περιηγητής. Ταξίδεψε στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Παλαιστίνη. Το 1555 πήρε μέρος σε αποστολή αποικισμού της Βραζιλίας. Τρία χρόνια αργότερα έγινε εφημέριος της… …   Dictionary of Greek

  • космография — описание мира , через франц. соsmоgrарhiе, лат. cosmographia от греч. κοσμογραφία …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Äthĭcus Ister — Äthĭcus Ister, aus Istrien, schrieb wahrscheinlich im 6. Jahrh. n. Chr. eine Κοσμογραφία, welche verloren ist; eine lateinische Übersetzung davon ist von Hieronymus, welche im Mittelalter unter dem Namen Et hic us ein sehr gebrauchtes Buch war;… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • cosmografía — (Del gr. kosmos, orden, estructura, mundo + grapho, describir.) ► sustantivo femenino ASTRONOMÍA Parte de la astronomía que se dedica a la descripción del universo y de las leyes que lo rigen. SINÓNIMO uranografía * * * cosmografía (del lat.… …   Enciclopedia Universal

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»